- σύνοπτρον
- τὸ, Α(κατά τον Ησύχ.) «σύνοψις ἄστρων».[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -οπτρον < θ. οπ- (βλ. λ. ὄπωπα) + επίθημα -τρον (πρβλ. δί-οπτρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύνοπτρον — orrery neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)